Πυθική

Πυθική
Πῡθική , Πυθικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πυθικῇ — Πῡθικῇ , Πυθικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • οφιηβοσίη — ὀφιηβοσίη, ἡ (Α) (για την πυθική δάφνη και το σέλινο τών Νεμείων) τροφή όφεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις + βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • πυθόληπτος — ον, Α αυτός που έχει καταληφθεί από πυθική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”